Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μείωμα — μείωμα, τὸ (Α) [μειώ] 1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.) … Dictionary of Greek
μείωμα — curtailment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)